- ανεγκέφαλος
- -η, -ο (Α ἀνεγκέφαλος, -ον)αυτός που παρουσιάζει ανεγκεφαλία, που δεν έχει εγκέφαλονεοελλ.μτφ. άμυαλος, βλάκας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνεγκεφάλους — ἀνεγκέφαλος without brain masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)